- Πανόληπτος
- -ον, Ααυτός που κατέχεται από τον θεό Πάνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πάν, Πανός + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό-ληπτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πανόληπτοι — Πανόληπτος possessed by Pan masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)